- Μαρσύαο
- Μαρσύᾱο , Μαρσύηςmasc gen sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραιωρώ — έω, Α 1. κρεμώ, αναρτώ κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («Μαρσύαο... δέρμα παρῃώρησε φυτῷ», Νόνν.) 2. (μέσ. παθ.) παραιωροῡμαι, έομαι α) κρέμομαι, αναρτώμαι κοντά σε κάτι β) (για πρόσ.) βρίσκομαι σε κίνδυνο και προσπαθώ να κρεμαστώ από κάτι για να … Dictionary of Greek